- δεσμεύομαι
- δεσμεύομαι, δεσμεύτηκα και δεσμεύθηκα, δεσμευμένος βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δεσμεύομαι — δεσμεύω fetter pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοδεσμεύομαι — δεσμεύομαι αμοιβαία με κάποιον σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + δεσμεύω (ομαι)] … Dictionary of Greek
ενέχω — (AM ἐνέχω) [έχω] 1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο») 2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη νεοελλ. εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους») αρχ. 1. (με δοτ. προσ.… … Dictionary of Greek
ενίσχω — ἐνίσχω (AM) άλλ. τ. τού ενέχω* 1. κρατώ μέσα, συγκρατώ ίδια σημ. και το μέσ. ενίσχομαι («τὴν φωνὴν ἐνισχόμενος», Πλούτ.) 2. παθ. εμποδίζομαι, κρατούμαι, δεσμεύομαι («ἐνισχομένων τῶν πελτῶν τοῑς σταυροῑς», Ξεν.) … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
μετενδώ — μετενδῶ, έω (Α) 1. λύνω κάτι από κάποιο μέρος ή από κάποιο σώμα και τό δένω σε άλλο 2. (το μέσ.) μετενδοῡμαι, έομαι (για την ψυχή) εγκαθίσταμαι, δεσμεύομαι σε άλλο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐν δέω «προσδένω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
μπλέκω — 1. περιπλέκω, ανακατώνω, μπερδεύω κάτι («πάλι έμπλεξα τις κλωστές») 2. μτφ. παρασύρω κάποιον σε επιζήμια ή κακή υπόθεση («τόν έμπλεξαν στα ναρκωτικά») 3. κάνω κάποιον να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί μου («τόν έμπλεξε μια ζωντοχήρα») 4. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
ορκώ — ὁρκῶ, όω (Α) [όρκος] 1. ορκίζω 2. παθ. ὁρκοῡμαι, όομαι δεσμεύομαι με όρκο … Dictionary of Greek
πιστώνω — πιστῶ, όω, ΝΑ [πιστός] νεοελλ. 1. δίνω σε κάποιον χρήματα ή τού προμηθεύω εμπορεύματα επί πιστώσει, ανοίγω πίστωση σε κάποιον 2. καταχωρίζω στα λογιστικά βιβλία τής επιχείρησης και σε όφελος τού προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό ποσό… … Dictionary of Greek
σκλαβώνω — Ν 1. κάνω κάποιον σκλάβο, αιχμαλωτίζω, υποδουλώνω 2. μτφ. γοητεύω («τόν σκλάβωσε με την ομορφιά της») 3. υποχρεώνω κάποιον με τις περιποιήσεις μου («μάς σκλάβωσε με τη φιλοξενία του») 4. (σχετικά με πράγμα) περιορίζω, μαζεύω («τα σκλαβωμένα σου… … Dictionary of Greek